- ταυτοεπής
- -ές, Αταυτολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)-/ ταυτ(ο)-* + -επής (< ἔπος), πρβλ. καλλι-επής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτοέπεια — ἡ, Α [ταὐτοεπής] (κατά τον Ησύχ.) «ταυτολογία» … Dictionary of Greek
ταυτοεπώ — έω, Α [ταὐτοεπής] ταυτολογώ … Dictionary of Greek